- σιωπηλον
- σιωπηλόντό1) молчание, безмолвие, тишь
(τῆς ἐρημίας Plut.)
2) молчаливость (sc. Φαβίου Μαξίμου Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῆς ἐρημίας Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σιωπηλόν — σιωπηλός silent masc acc sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηλός — ή, ό / σιωπηλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν μιλά, που τηρεί σιωπή, σιγηλός 2. αυτός που δεν μιλά πολύ, που δεν αγαπά τη φλυαρία, λιγομίλητος νεοελλ. φρ. α) «σιωπηλή μετάλλαξη» βιολ. μετάλλαξη που δεν μεταβάλλει τη λειτουργία τού γονιδίου και δεν … Dictionary of Greek